- γύμνασμα
- τοκάθε σωματική ή πνευματική άσκηση: Χρειάζομαι τη βοήθειά σου στα μουσικά γυμνάσματα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
γύμνασμα — an exercise neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γύμνασμα — το (AM γύμνασμα) [γυμνάζω] σωματική ή πνευματική άσκηση … Dictionary of Greek
γυμνασμάτων — γύμνασμα an exercise neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γυμνάσμασι — γύμνασμα an exercise neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γυμνάσμασιν — γύμνασμα an exercise neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γυμνάσματα — γύμνασμα an exercise neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γυμνάσματι — γύμνασμα an exercise neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γυμνάσματος — γύμνασμα an exercise neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
VENATIO — Polluci, l. 5. ἐπιτήδευμα ἡρωικὸν καὶ βασιλικὸν καὶ πρὸς εὐσωματίαν ἅμα καὶ εὐψυχίαν ἀοκεῖ, καί ἐςτιν εἰρηνικῆς τε καρτερίας ἅμα καὶ πολεμικῆς τόλμης μελέτημα πρὸς ἀνδρείαν φέρον: Xenophonti, Cyrop. l. 1. Α᾿ληθεςτάτη τῶ πρὸς τὸν πόλεμον μελέτη,… … Hofmann J. Lexicon universale
άσκημα — (I) ἄσκημα, το (Α) [ασκώ] 1. το γύμνασμα 2. μονάδα στρατού. (II) και άσχημα επίρρ. βλ. άσχημος … Dictionary of Greek